- επιδερμικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδερμίδα, που εμφανίζεται ή γίνεται σ' αυτή: Επιδερμικό εξάνθημα.2. μτφ., επιπόλαιος, επιφανειακός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.